- ῥυτιδόφλοιος
- ῥῠτῐδόφλοιος, ον,A with shrivelled rind,
σῦκον AP6.22
(Zon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σῦκον AP6.22
(Zon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυτιδόφλοιος — ον, Α αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό («ῥυδόφλοιον σῡκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτίς, ίδος «ρυτίδα» + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λειό φλοιος] … Dictionary of Greek
ῥυτιδόφλοιον — ῥυτιδόφλοιος with shrivelled rind masc/fem acc sg ῥυτιδόφλοιος with shrivelled rind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek